ποιμαντικός

ποιμαντικός
-ή, -ό / ποιμαντικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ποιμαίνω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, ποιμενικός, βουκολικός («ποιμαντική βακτηρία», Γρηγ. Ναζ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πνευματικό ή θρησκευτικό αρχηγό, ο ποιμαντορικός («ποιμαντική ράβδος» — μετάλλινη ή ξύλινη ράβδος με αρχαιότατη προέλευση την οποία φέρουν οι αρχιερείς και οι ηγούμενοι τών ιερών μονών κατά τις ιερές ακολουθίες ως έμβλημα τής εξουσίας τους και τής οποίας η λαβή έχει άκρα κεκαμμένα προς τα άνω σε σχήμα Ψ και τη μορφή δύο όφεων οι οποίοι προσβλέπουν προς τον σταυρό που βρίσκεται ανάμεσά τους)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ποιμαντική
εκκλ. το μάθημα τού πρακτικού κλάδου τής θεολογίας, στο οποίο διδάσκονται τα καθήκοντα τών ποιμένων, τών κληρικών
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ποιμαντική
(για πνευματικούς και θρησκευτικούς αρχηγούς) η τέχνη τής καθοδήγησης
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. α) η τέχνη τού ποιμένα, τού βοσκού
β) το αξίωμα τού επισκόπου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ποιμαντικόν
το ποίμνιο.
επίρρ...
ποιμαντικῶς Μ
όπως ο ποιμένας τής Εκκλησίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποιμαντικός — pastoral masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαντικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον ποιμένα ή στο θρησκευτικό αρχηγό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποιμαντικῶν — ποιμαντικός pastoral fem gen pl ποιμαντικός pastoral masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαντικόν — ποιμαντικός pastoral masc acc sg ποιμαντικός pastoral neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαντικαῖς — ποιμαντικός pastoral fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαντικοί — ποιμαντικός pastoral masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαντικῆς — ποιμαντικός pastoral fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαντικῇ — ποιμαντικός pastoral fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαντική — ποιμαντικός pastoral fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαντικήν — ποιμαντικός pastoral fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”